ποντιφικός

ποντιφικός
-ή, -ό
ο παπικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποντιφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποντίφηκα («ποντιφική βίβλος» συλλογή βιογραφιών τών παπών τού Μεσαίωνα η οποία γράφηκε από πολλά άτομα και αποτελεί αξιόλογη πηγή ιστορικών πληροφοριών, εκτός από ορισμένες μυθώδεις διηγήσεις). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”